lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισυνάπτω στα τσεχική

Λέξη:
επισυνάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (31):
fixovat, navěsit, přibít, přichytit, přikládat, přiložit, připevnit, připisovat, připnout, připojit, připoutat, přivázat, sepnout, stanovit, svazovat, svázat, upevnit, upoutat, upírat, upřít, určit, ustalovat, ustálit, utkvět, uvázat, vrazit, vázat, zachytit, zadržet, zaháknout, zavěsit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επισυνάπτω, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω συνώνυμο, επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω ορισμός, επισυνάπτω στα τσεχική, fixovat στα ελληνικά
επισυνάπτω στα τσεχική