lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποστειρώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
αποστειρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
знясільваць, спусташаць, спустошваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αποστειρώνω, αποστειρώνω μπουκάλια, αποστειρώνω βάζα παρλιάρος, αποστειρώνω βάζα, αποστειρώνω στα λευκορωσίας, знясільваць στα ελληνικά
αποστειρώνω στα λευκορωσίας