lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποστειρώνω στα σουηδικά

Λέξη:
αποστειρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
pastörisera, sterilisera
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αποστειρώνω, αποστειρώνω μπουκάλια, αποστειρώνω βάζα παρλιάρος, αποστειρώνω βάζα, αποστειρώνω στα σουηδικά, pastörisera στα ελληνικά
αποστειρώνω στα σουηδικά