lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοσκινίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
κοσκινίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
веяць, дзьмуць, павяваць, прасейваць, прасяваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κοσκινίζω, κοσκινίζω συνώνυμα, κοσκινίζω στα αγγλικά, κοσκινίζω αγγλικά, κοσκινίζω στα λευκορωσίας, веяць στα ελληνικά
κοσκινίζω στα λευκορωσίας