lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοσκινίζω στα ρωσικά

Λέξη:
κοσκινίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
веять, просеивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κοσκινίζω, κοσκινίζω συνώνυμα, κοσκινίζω στα αγγλικά, κοσκινίζω αγγλικά, κοσκινίζω στα ρωσικά, веять στα ελληνικά
κοσκινίζω στα ρωσικά