lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοσκινίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
κοσκινίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
болільник, бриз, вентилятор, висіяти, війніть, вітерець, віяло, віяти, дмухати, дмухнути, дути, загадка, обмахувати, обмахуватися, подув, подути, просівати, просійте, просіяти, решето, сито, стусан, сіяти, уболівальник, удар
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κοσκινίζω, κοσκινίζω συνώνυμα, κοσκινίζω στα αγγλικά, κοσκινίζω αγγλικά, κοσκινίζω στα ουκρανικά, болільник στα ελληνικά
κοσκινίζω στα ουκρανικά