lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μάτσο στα λευκορωσίας

Λέξη:
μάτσο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
пучок, вязанка, вязка, вясло, жмут, клунак, пакунак
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μάτσο, μάτσο πίτσου, μάτσο μαν, μάτσο αντρας, μάτσο στα λευκορωσίας, пучок στα ελληνικά
μάτσο στα λευκορωσίας