lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μάτσο στα ρωσικά

Λέξη:
μάτσο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
вязанка, пук, пучок, связка
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μάτσο, μάτσο πίτσου, μάτσο μαν, μάτσο αντρας, μάτσο στα ρωσικά, вязанка στα ελληνικά
μάτσο στα ρωσικά