lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτίζω στα δανική

Λέξη:
χτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
bygge, konstruere, opføre, tømre, betjene, fremstille, gøre, udføre
Σχετικές λέξεις:
δανική χτίζω, χτίζω σωστά εμένα, χτίζω σπίτι μόνος μου, χτίζω σπίτι, χτίζω πύργους στην άμμο, χτίζω πέτρα, χτίζω στα δανική, bygge στα ελληνικά
χτίζω στα δανική