τρωκτικό στα αγγλικά τρωκτικό στα τσεχική τρωκτικό στα γερμανικά τρωκτικό στα δανική τρωκτικό στα ισπανικά τρωκτικό στα γαλλικά τρωκτικό στα ιταλικά τρωκτικό στα νορβηγικά τρωκτικό στα ρωσικά τρωκτικό στα λευκορωσίας τρωκτικό στα εσθονική τρωκτικό στα φινλανδικά τρωκτικό στα πορτογαλικά τρωκτικό στα σλοβακική τρωκτικό στα ουκρανικά τρωκτικό στα πολωνική
εφευρίσκω στα αγγλικά τρένο στα νορβηγικά σύγκρουση στα γαλλικά λογαριάζω στα πορτογαλικά γονατίζω στα ισπανικά
σύγκρουση λεωφορείου εφευρίσκω ρήμα δε γονατίζω τρένο των νεφών λογαριάζω συνώνυμα