lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρωκτικό στα ουκρανικά

Λέξη:
τρωκτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τρωκτικό, τρωκτικό φίμωτρο, τρωκτικό της ηλείας, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό στα ουκρανικά, гризун στα ελληνικά
τρωκτικό στα ουκρανικά