τρωκτικό στα αγγλικά τρωκτικό στα τσεχική τρωκτικό στα γερμανικά τρωκτικό στα δανική τρωκτικό στα ισπανικά τρωκτικό στα γαλλικά τρωκτικό στα ιταλικά τρωκτικό στα νορβηγικά τρωκτικό στα ρωσικά τρωκτικό στα λευκορωσίας τρωκτικό στα εσθονική τρωκτικό στα λιθουανική τρωκτικό στα πορτογαλικά τρωκτικό στα σλοβακική τρωκτικό στα ουκρανικά τρωκτικό στα πολωνική
γεμίζω στα τσεχική ορυχείο στα ισπανικά εμβόλιο στα λιθουανική γεύση στα αγγλικά ψυχή στα ρωσικά
εμβόλιο τετάνου γεύση βόλος πληρώνω γεμίζω ορυχείο χρυσού χαλκιδική ψυχή μου