lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ναρκώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anaesthetize, anesthetize, desensitize
ναρκώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
umrtvit
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anestesiar, dormir, insensibilizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anesthésier, assoupir, cuirasser, dessécher, endormir, insensibiliser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addormentare, anestetizzare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bedøva, bedøve
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
анестезировать, обезболить, усыпить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bedöva
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
анестэзіраваць
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elaltat, elaltatni, lefektet, érzéstelenít
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anestesiar, insensibilizar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анестезувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uśpić, znieczulić

Σχετικές λέξεις

ναρκώνω συνώνυμο, ναρκώνω στα αγγλικά