ναρκώνω στα αγγλικά ναρκώνω στα ισπανικά ναρκώνω στα γαλλικά ναρκώνω στα ιταλικά ναρκώνω στα νορβηγικά ναρκώνω στα ρωσικά ναρκώνω στα πολωνική ναρκώνω στα τσεχική ναρκώνω στα σουηδικά ναρκώνω στα λευκορωσίας ναρκώνω στα πορτογαλικά ναρκώνω στα ουκρανικά
ικανοποιώ στα πορτογαλικά γλώσσα στα ουκρανικά διφορούμενος στα πορτογαλικά πυροσβέστης στα ιταλικά υπόθεση στα ουκρανικά
ικανοποιώ στα αγγλικα πυροσβέστης σαμ υπόθεση αλεξ διφορούμενος συνώνυμα γλώσσα β γυμν