lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: νησί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asylum, bay, island, isle, islet, key
νησί
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ostrov
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eiland, insel, inselchen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
holme, ø
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
isla, isleta, islote
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
javeau, île, îlot
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
isola, isolotto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
holme, refuge, trafikkøy, ø, øy
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
остров, островок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
holme, ö
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
остров
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
астравок, выспа
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
saar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saari
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otok
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
sziget, szigetecske
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
sala
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilha
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
otok
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
острівець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wysepka, wyspa

Σχετικές λέξεις

νησί του πάσχα, νησί του αιόλου, νησί σέντινελ, νησί της αφροδίτης, νησί hashima ιαπωνία, νησί πετρούπολη, νησί ιωαννίνων, νησί των θησαυρών, νησί του βορειοανατολικού αιγαίου, νησί των χριστουγέννων