lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έρευνα στα νορβηγικά

Λέξη:
έρευνα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (16):
eksamen, etterforskning, forhør, forskning, forsøk, gransking, granskning, jakt, legeundersøkelse, leting, prøve, prøvning, studie, søk, undersøkelse, utredning
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά έρευνα, έρευνα τσίμας, έρευνα τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία, έρευνα στο νησί των ναυαγών, έρευνα στη γυναικεία αναπαραγωγή, έρευνα πεδίου, έρευνα στα νορβηγικά, eksamen στα ελληνικά
έρευνα στα νορβηγικά