lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έρευνα στα αγγλικά

Λέξη:
έρευνα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (20):
analysis, assay, check-up, enquiry, exam, examination, exploration, inquest, inquiry, inquisition, investigation, quest, quested, research, scrutiny, search, searching, study, trial, vetting
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά έρευνα, έρευνα τσίμας, έρευνα τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία, έρευνα στο νησί των ναυαγών, έρευνα στη γυναικεία αναπαραγωγή, έρευνα πεδίου, έρευνα στα αγγλικά, analysis στα ελληνικά
έρευνα στα αγγλικά