lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έρευνα στα πορτογαλικά

Λέξη:
έρευνα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
análise, busca, encesta, esforço, exame, experiência, exploração, inquérito, investigação, pesquisa, proba, prova, rebusca, sindicância, teste
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά έρευνα, έρευνα τσίμας, έρευνα τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία, έρευνα στο νησί των ναυαγών, έρευνα στη γυναικεία αναπαραγωγή, έρευνα πεδίου, έρευνα στα πορτογαλικά, análise στα ελληνικά
έρευνα στα πορτογαλικά