αγιότητα στα αγγλικά αγιότητα στα γερμανικά αγιότητα στα ισπανικά αγιότητα στα γαλλικά αγιότητα στα ιταλικά αγιότητα στα ρωσικά αγιότητα στα σουηδικά αγιότητα στα λευκορωσίας αγιότητα στα ουκρανικά αγιότητα στα πολωνική
βατ στα αγγλικά όργανο στα ιταλικά καπνίζω στα γαλλικά συντομία στα λευκορωσίας σπρέι στα φινλανδικά
καπνίζω 5 τσιγάρα την ημέρα βατ επε όργανο πιστοποίησης ηλεκτρικών εγκαταστάσεων εν συντομία σπρέι ξυλοκαΐνης