αμέθυστος στα αγγλικά αμέθυστος στα τσεχική αμέθυστος στα γερμανικά αμέθυστος στα δανική αμέθυστος στα ισπανικά αμέθυστος στα γαλλικά αμέθυστος στα ιταλικά αμέθυστος στα ρωσικά αμέθυστος στα σουηδικά αμέθυστος στα βουλγαρικά αμέθυστος στα λευκορωσίας αμέθυστος στα εσθονική αμέθυστος στα ουγγρική αμέθυστος στα λιθουανική αμέθυστος στα πορτογαλικά αμέθυστος στα σλοβακική αμέθυστος στα ουκρανικά αμέθυστος στα πολωνική
αναταραχή στα γαλλικά μαργαρίνη στα δανική ζώο στα γαλλικά στήλη στα ρωσικά τρίβω στα δανική
ζώο από η τρίβω συνωνυμα αναταραχή συνώνυμο μαργαρίνη με ελαιόλαδο στήλη βικιλεξικο