lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμοιβή στα νορβηγικά

Λέξη:
αμοιβή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (11):
belønning, dusør, erstatning, gevinst, godtgjørelse, gratiale, lønn, premie, pris, skadeserstatning, vinst
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αμοιβή, αμοιβή τοπογραφικού, αμοιβή τεχνικού ασφαλείας, αμοιβή συμβολαιογράφου 2014, αμοιβή συμβολαιογράφου, αμοιβή μηχανικού, αμοιβή στα νορβηγικά, belønning στα ελληνικά
αμοιβή στα νορβηγικά