lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμοιβή στα σουηδικά

Λέξη:
αμοιβή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (6):
belöning, dusör, lönn, premie, pris, vinst
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αμοιβή, αμοιβή τοπογραφικού, αμοιβή τεχνικού ασφαλείας, αμοιβή συμβολαιογράφου 2014, αμοιβή συμβολαιογράφου, αμοιβή μηχανικού, αμοιβή στα σουηδικά, belöning στα ελληνικά
αμοιβή στα σουηδικά