lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμοιβή στα δανική

Λέξη:
αμοιβή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
belønning, dusør, gevinst, gratiale, pris, erstatning, skadeserstatning
Σχετικές λέξεις:
δανική αμοιβή, αμοιβή τοπογραφικού, αμοιβή τεχνικού ασφαλείας, αμοιβή συμβολαιογράφου 2014, αμοιβή συμβολαιογράφου, αμοιβή μηχανικού, αμοιβή στα δανική, belønning στα ελληνικά
αμοιβή στα δανική