lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιώνω στα νορβηγικά

Λέξη:
βεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
bekrefte, bestyrke, bevise, bevitne, borgen, fastslå, forsikre, forvisse, garanti, hevde, konstatert, love, påstå, sikre, trygge
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά βεβαιώνω, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα νορβηγικά, bekrefte στα ελληνικά
βεβαιώνω στα νορβηγικά