lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιώνω στα φινλανδικά

Λέξη:
βεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
vahvistaa, varmentaa, suojella, taata, väittää, vakuuttaa, varmistaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά βεβαιώνω, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα φινλανδικά, vahvistaa στα ελληνικά
βεβαιώνω στα φινλανδικά