lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιώνω στα ουγγρική

Λέξη:
βεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
beigazolódik, állít, megállapítani, megerősíteni, állítani, kijelenteni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βεβαιώνω, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα ουγγρική, beigazolódik στα ελληνικά
βεβαιώνω στα ουγγρική