lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουκάτο στα νορβηγικά

Λέξη:
δουκάτο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (2):
fyrste, hertugdømme
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δουκάτο, δουκάτο των αθηνών, δουκάτο του λουξεμβούργου, δουκάτο της νάξου, δουκάτο της κορνουάλης, δουκάτο στο πικέρμι, δουκάτο στα νορβηγικά, fyrste στα ελληνικά
δουκάτο στα νορβηγικά