lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουκάτο στα ουγγρική

Λέξη:
δουκάτο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δουκάτο, δουκάτο των αθηνών, δουκάτο του λουξεμβούργου, δουκάτο της νάξου, δουκάτο της κορνουάλης, δουκάτο στο πικέρμι, δουκάτο στα ουγγρική, hercegség στα ελληνικά
δουκάτο στα ουγγρική