lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυστυχισμένος στα νορβηγικά

Λέξη:
δυστυχισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (6):
arm, elendig, stakkars, uheldig, ulykkelig, ussel
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δυστυχισμένος, χορν δυστυχισμένος, περιπλανώμενοσ δυστυχισμένοσ, είμαι δυστυχισμένος, δυστυχισμένος χορν στιχοι, δυστυχισμένος γάμος, δυστυχισμένος στα νορβηγικά, arm στα ελληνικά
δυστυχισμένος στα νορβηγικά