lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα νορβηγικά

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
besvær, møda, møye, pine, slit, smerte, tretthet, uleilighet, umak
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα νορβηγικά, besvær στα ελληνικά
κόπωση στα νορβηγικά