lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα ουκρανικά

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
втома, втому, горе, діяти, попрацювати, працю, працювати, праця, робити, робота, роботи, робочий, слабість, служити, твір, труд, утома, утому
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα ουκρανικά, втома στα ελληνικά
κόπωση στα ουκρανικά