lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνηθισμένος στα νορβηγικά

Λέξη:
συνηθισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (11):
banal, daglig, felles, gemen, hverdags, hverdagslig, låg, ordinær, samhørig, ubetydelig, vanlig
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά συνηθισμένος, συνηθισμένος στα νορβηγικά, banal στα ελληνικά
συνηθισμένος στα νορβηγικά