lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνηθισμένος στα πορτογαλικά

Λέξη:
συνηθισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (23):
banal, claro, colectivo, comum, comuna, conjunto, diariamente, diário, evidente, general, genérico, global, mutuo, ordinário, plenário, prosaico, quotidiano, raso, simples, sumario, trivial, usual, vulgar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συνηθισμένος, συνηθισμένος στα πορτογαλικά, banal στα ελληνικά
συνηθισμένος στα πορτογαλικά