lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνηθισμένος στα δανική

Λέξη:
συνηθισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (14):
almindelig, banal, daglig, enkel, fælles, gemen, hverdags, hverdagslig, låg, ordinær, samhørig, sædvanlig, ubetydelig, vanlig
Σχετικές λέξεις:
δανική συνηθισμένος, συνηθισμένος στα δανική, almindelig στα ελληνικά
συνηθισμένος στα δανική