lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνηθισμένος στα γαλλικά

Λέξη:
συνηθισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (18):
ancolie, ban, banal, collectif, commun, grossi, habituel, insignifiant, journalier, journellement, ordinaire, oreillette, prosaïque, public, quotidien, ricin, simple, vulgaire
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά συνηθισμένος, συνηθισμένος στα γαλλικά, ancolie στα ελληνικά
συνηθισμένος στα γαλλικά