lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χοντρός στα νορβηγικά

Λέξη:
χοντρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
diger, feit, fet, fett, fettaktig, fettet, flott, grov, lubben, massiv, smult, stor, talg, tykk
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά χοντρός, χοντρός χοντρός καλόγερος με γένια στο κεφάλι, χοντρός συνώνυμα, χοντρός λιγνός μενίδι, χοντρός λιγνός, χοντρός και λιγνός ταινίες, χοντρός στα νορβηγικά, diger στα ελληνικά
χοντρός στα νορβηγικά