lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χοντρός στα πορτογαλικά

Λέξη:
χοντρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (24):
abundante, amplo, banha, basto, bárbaro, crasso, denso, espesso, gancho, gordo, gordura, grana, grande, grasno, graxa, grosseiro, magno, mantenha, oleoso, seboso, tosco, unto, untuoso, volumoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά χοντρός, χοντρός χοντρός καλόγερος με γένια στο κεφάλι, χοντρός συνώνυμα, χοντρός λιγνός μενίδι, χοντρός λιγνός, χοντρός και λιγνός ταινίες, χοντρός στα πορτογαλικά, abundante στα ελληνικά
χοντρός στα πορτογαλικά