lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ξηρασία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drought, sear
ξηρασία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
sucho, vyprahlost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
darre, dürre, trockenheit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tørke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seca, sequía
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aridité, ciel, sécheresse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aridità, siccità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toka, tørke, tørrvær
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
засуха, сушь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
torka
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
суша
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
засуха
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
põud
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuivuus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
aszály, szárazság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seca
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
sucho
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засуха, посуха
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
posucha, susza

Σχετικές λέξεις

ξηρασία θεραπεία, ξηρασία διατροφή, ξηρασία κόλπου, ξηρασία βικιπαίδεια, ξηρασία στον κόλπο, ξηρασία ορισμός, ξηρασία στην κύπρο, ανομβρία ξηρασία, πνευματική ξηρασία