lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οργάνωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
establishment, management, organisation, organization
οργάνωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
organizace, uspořádání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
organisation
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
organisation, organisering
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
organización
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inorganisation, organisation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ordinamento, organizzazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
organisasjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
организация
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
organisation
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
организация
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
арганізацыя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
organisatsioon
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
intézés, szervezet, szervezés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
organizacija, organizavimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
organismo, organização, órgão
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гомін, господарка, господарство, господарювання, гільдія, економіка, економія, організація, організовування, організування, основа, підстава, ракетка, рекет, суспільство, суть, товариство, устрій, федерація, фундамент, фундація, шантаж, шум
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
organizacja

Σχετικές λέξεις

οργάνωση γη, οργάνωση γάμου, οργάνωση γραφείου, οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης, οργάνωση εκδηλώσεων, οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης (2005) του χρίστου αθ. σαΐτη, οργάνωση βάπτισης, οργάνωση και λειτουργία του κράτους, οργάνωση συνώνυμα, οργάνωση χ