lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πυρκαγιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blaze, blazing, camp-fire, fire, firing, glow, gunfire, light, lit
πυρκαγιά
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
krb, oheň, ohniště, palba, plamen, požár, střelba, topeniště, zápal
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brand, feuer, feuerstelle, flamme, glut, lohe
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brand, bål, flamme, fyr, ild, lys, lyse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fuego, incendio, llama, llamarada, lumbre
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enfilade, feu, flambée, flamme, foyer, incendie, pare-feu, tir, tiraillerie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antincendio, fiamma, fuoco, incendio, tiro
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bluss, brann, brasa, bål, eld, flamma, flamme, fyr, ild, lys, lyse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
огонь, пламя, противопожарный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brann, brasa, eld, flamma, fyr, ilad, lyse, låga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
flakë, zjarr
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огън
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
агонь, полымя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
leek
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammunta, liekki, palo, roihu, tuli, tulipalo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plamen, požar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
láng, tűz
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gaisras, liepsna, ugnis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chama, fogo, incêndio, labareda, paixão
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
foc
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ogenj
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
oheň
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вогник, вогонь, елемент, живий, живіть, жити, запалити, запалювати, засвітити, легкий, мерехтіння, мерехтіти, мешкати, мигтіння, огонь, освітити, пожити, проживати, прямий, світлий, світло
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ogień, przeciwpożarowy