lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμάξωμα στα ουγγρική

Λέξη:
αμάξωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αμάξωμα, κινητό αμάξωμα, αυτοφερόμενο αμάξωμα, αμάξωμα σασί, αμάξωμα αυτοκινήτου, αμάξωμα στα ουγγρική, karosszéria στα ελληνικά
αμάξωμα στα ουγγρική