αμάξωμα στα αγγλικά αμάξωμα στα γερμανικά αμάξωμα στα δανική αμάξωμα στα ισπανικά αμάξωμα στα γαλλικά αμάξωμα στα ιταλικά αμάξωμα στα νορβηγικά αμάξωμα στα ρωσικά αμάξωμα στα σουηδικά αμάξωμα στα εσθονική αμάξωμα στα ουγγρική αμάξωμα στα πολωνική
άρδευση στα τσεχική λαθρεμπόριο στα ουγγρική ξαφνικά στα τσεχική αυτοσχεδιάζω στα γαλλικά λαχανικό στα πορτογαλικά
αυτοσχεδιάζω αγγλικά λαθρεμπόριο καυσίμων νεα περαμος άρδευση ορισμός ξαφνικά συνώνυμα λαχανικό κράμβη