lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάταγμα στα ουκρανικά

Λέξη:
διάταγμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (27):
виконайтеся, вказівка, вчинити, вчиняти, декрет, директива, дирекція, диспозиція, зайнятися, закон, запровадження, зробити, керівництво, конституція, напрям, напрямок, настанова, натура, постанова, робити, розміщення, розпоряджання, розпорядження, слово-так, схильність, указ, інструкція
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διάταγμα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα των μεδιολάνων, διάταγμα του μεδιολάνου, διάταγμα του καρακάλλα, διάταγμα της νάντης, διάταγμα στα ουκρανικά, виконайтеся στα ελληνικά
διάταγμα στα ουκρανικά