lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βραχιόλι στα ουγγρική

Λέξη:
βραχιόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
karkötő, karperec
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βραχιόλι, βραχιόλι του μάρτη, βραχιόλι πανδώρα, βραχιόλι ονειροκρίτης, βραχιόλι μπράτσου, βραχιόλι μακραμέ, βραχιόλι στα ουγγρική, karkötő στα ελληνικά
βραχιόλι στα ουγγρική