lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διέξοδος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exhaust, exit, mouth, nozzle, offset, orifice, outfall, outlet, spout
διέξοδος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odbytiště, odtok, otevření, otvor, vyústění, východ, východisko, výfuk, výjezd, výpust, výstup, ústí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgang, ausfahrt, ausflug, ausgang, auspuff, ausstieg, austritt, mündung, öffnung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
udgang
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escape, orificio, salida
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débouché, issue, orifice, ouverture, sortie, tubulure, échappement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abboccatura, apertura, esito, orificio, sbocco, scappamento, scarico, uscita
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avtrekk, lysåpning, munning, utgang, utløp
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вылет, выход, отверстие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mutning
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
väljapääs
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aukko
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izlaz, otvor
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyílás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boca, bocal, escape, orifício, porta, saída
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wylot

Σχετικές λέξεις

διέξοδος μεσολόγγι, διέξοδος από την κατάθλιψη, διέξοδος alpha, διέξοδος ταινια, διέξοδος καστοριά, διέξοδοσ συνώνυμα, διέξοδος τεχνική, διέξοδος λεξικό, διέξοδοσ καλαμαριά, διέξοδος english