lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενότητα στα ουκρανικά

Λέξη:
ενότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
акордний, єднання, єдність, спільність, апарат, одиниця, підрозділ, установка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ενότητα, ενότητα συνώνυμο, ενότητα πολιτών-νέα γιάννενα, ενότητα πολιτών, ενότητα για την ανατροπή γαλάτσι, ενότητα για την ανατροπή, ενότητα στα ουκρανικά, акордний στα ελληνικά
ενότητα στα ουκρανικά