lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενότητα στα πορτογαλικά

Λέξη:
ενότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
concórdia, união, unidade, unido, um, uma
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ενότητα, ενότητα συνώνυμο, ενότητα πολιτών-νέα γιάννενα, ενότητα πολιτών, ενότητα για την ανατροπή γαλάτσι, ενότητα για την ανατροπή, ενότητα στα πορτογαλικά, concórdia στα ελληνικά
ενότητα στα πορτογαλικά