lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επένδυση στα ουγγρική

Λέξη:
επένδυση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
beruházás, befektetés, betét, hozzájárulás, tét
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική επένδυση, επένδυση χρημάτων, επένδυση τοίχου, επένδυση τιμονιού, επένδυση τζακιου, επένδυση συνώνυμο, επένδυση στα ουγγρική, beruházás στα ελληνικά
επένδυση στα ουγγρική