lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίθεση στα ουγγρική

Λέξη:
επίθεση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
bemenet, csörte, betörés, támadás, agresszió, megtámad, roham, offenzíva
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική επίθεση, επίθεση τύπου ddos, επίθεση στον γερμανό πρεσβη, επίθεση στο σταθμό 13, επίθεση στη γερμανική πρεσβεία, επίθεση στα γραφεία του πασοκ, επίθεση στα ουγγρική, bemenet στα ελληνικά
επίθεση στα ουγγρική