lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επίθεση στα ουκρανικά

Λέξη:
επίθεση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
агресія, атака, видаток, доступ, звинуватити, звинувачення, звинувачувати, злочин, напад, напасти, напасть, настання, наступ, натиск, обвинувачення, образа, порушення, початок, призначати, призначити, провина, ціна
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επίθεση, επίθεση τύπου ddos, επίθεση στον γερμανό πρεσβη, επίθεση στο σταθμό 13, επίθεση στη γερμανική πρεσβεία, επίθεση στα γραφεία του πασοκ, επίθεση στα ουκρανικά, агресія στα ελληνικά
επίθεση στα ουκρανικά